μανία

μανία
η
1. τρέλα.
2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε.
3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση).
4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μανία — μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc/acc dual μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μανίον neut nom/voc/acc pl μανίᾱ , μανιάω to be mad pres imperat act 2nd sg μανίᾱ , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανία — Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc/acc dual Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανίᾳ — Μανίᾱͅ , Μανίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μανίᾳ — μανίαι , μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανίας — μανίᾱς , μανία madness fem acc pl μανίᾱς , μανία madness fem gen sg (attic doric aeolic) μανίᾱς , μανιάω to be mad imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαν — μανίᾱν , μανία madness fem acc sg (attic doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαι — μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”